Τουρισμός
Στο νομό Δράμας κυρίαρχο στοιχείο στη φυσιογνωμία της περιοχής είναι το φυσικό περιβάλλον με τους μοναδικούς βιότοπους και τα εντυπωσιακά δασικά τοπία, τα οποία και αποτελούν σημεία αναφοράς για κάθε δραστηριότητα σε αυτόν. Διασχίζεται και διαχωρίζεται από τον ποταμό Νέστο και τις λίμνες του σε δυο τμήματα. Το βόρειο τμήμα αποτελείται από την οροσειρά της Κεντρικής Ροδόπης με ψηλότερη κορυφή αυτήν του Παρθένου Δάσους με 1.953 μ. (η ψηλότερη της Ροδόπης είναι η Μουσάλα με υψόμετρο 2.925 μ. σε βουλγαρικό έδαφος). H oροσειρά της Ροδόπης πήρε το όνομά της από τη Ροδόπη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, που μαζί με τον αδελφό της Αίμο οι θεοί τούς μεταμόρφωσαν σε βουνά. Στο νότιο τμήμα και στο κέντρο του νομού βρίσκεται το όρος Φαλακρό με ψηλότερη κορυφή τον "Προφήτη Ηλία", σε υψόμετρο 2.232 μ., και άλλες ψηλές κορυφές τη "Βάρδενα" σε υψόμετρο 2.194 μ. και τη "Χιονότρυπα" σε υψόμετρο 2.111 μ. Νότια και δυτικά βρίσκονται τα όρη Μενοίκιο και Όρβηλος, των οποίων οι υδροκρίτες αποτελούν τα ανατολικά σύνορα του νομού.
Η ψηλότερη κορυφή του Μενοικίου είναι η "Μαυρομάτα" στο ν. Σερρών με υψόμετρο 1.963 μ., ενώ η ψηλότερη κορυφή του εντός του ν. Δράμας το "Θαμνοτόπι" με υψόμετρο 1.952μ. Η ψηλότερη κορυφή του Όρβηλου με υψόμετρο 2.212 μ. είναι το κοινό σύνορο Βουλγαρίας και των νομών Σερρών-Δράμας. Το υδάτινο στοιχείο έχει έντονη παρουσία στο νομό, με τον ποταμό Νέστο και τις λίμνες του να κυριαρχούν στο βόρειο και κεντρικό τμήμα. Στο νότιο και πεδινό τμήμα υπάρχει ο Αγγίτης ποταμός και οι πηγές Βοϊράνης, Δράμας, Μυλοπόταμου. Τα νερά αυτά εμπλέκονται στο αρδευτικό δίκτυο της πεδιάδας της Δράμας και χύνονται στον Στρυμόνα. Στο οροπέδιο Κάτω Νευροκοπίου και δίπλα στον οικισμό των Λευκογείων έχει δημιουργηθεί τεχνητή λίμνη με σκοπό την άρδευση του οροπεδίου. Οι ορεινές περιοχές χαρακτηρίζονται από υγρό ηπειρωτικό κλίμα, ενώ οι πεδινές από μεσογειακό με τους μήνες Ιούνιο ως Σεπτέμβριο ξηρούς και τους υπόλοιπους εύκρατους. Στις πεδινές περιοχές η μέση μηνιαία θερμοκρασία αέρος των θερμότερων μηνών του έτους δεν υπερβαίνει τους 28°C, ενώ η μέση ημερήσια είναι συχνά μεγαλύτερη των 30°C, με ακραίες τιμές τους 35°C και 40°C κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η μέση μηνιαία θερμοκρασία του αέρα για τους ψυχρούς μήνες βρίσκεται πάνω από τους 0°C, με ακραίες τιμές που φθάνουν τους -14° C ή και χαμηλότερα στους -20°C στο Κάτω Νευροκόπι, διάρκεια της ημέρας. Η μέση μηνιαία θερμοκρασία του αέρα για τους ψυχρούς μήνες βρίσκεται πάνω από τους 0°C, είναι ακραίες διότι δημιουργούνται θύλακες από ψυχρές μάζες που κινούνται από τα βουνά. Οι περισσότερες βροχοπτώσεις εμφανίζονται τους χειμερινούς μήνες, ενώ κατά τους θερινούς παρατηρούνται θερμικές καταιγίδες που είναι χαρακτηριστικό του βαλκανικού χώρου. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής κυμαίνεται ανάλογα του υπερθαλάσσιου υψόμετρου. Στα πεδινά φθάνει τα 587 mm και στα ημιορεινά τα 778 mm, ενώ στα ορεινά - όπου δεν έχουμε μετρήσεις - από εκτιμήσεις υπολογίζεται πως ξεπερνάει τα 1000 mm. Το υπέδαφος του νομού Δράμας περικλείει αξιόλογο ορυκτό πλούτο σε βιομηχανικά ορυκτά, κοιτάσματα και κυρίως μάρμαρα. Στο νότιο πεδινό τμήμα του νομού υπάρχουν λιγνιτικά κοιτάσματα και τύρφη.
Βλάστηση
Ο νομός Δράμας, από άποψη φυσικού περιβάλλοντος, αποτελεί μια ιδιαίτερη γωνιά της Ελλάδας. Αυτό υποστηρίζεται γιατί περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις ζώνες βλάστησης που μπορούν να συναντηθούν στην Ελλάδα, αλλά και γιατί η χλωρίδα της περιοχής είναι πολύ πλούσια σε φυτικά είδη (πάνω από 1000), περιλαμβάνοντας και μοναδικά για την Ελλάδα είδη. Η ποικιλία της βλάστησης οφείλεται στη θέση και γεωμορφολογία της περιοχής, στο κλίμα και έδαφος, αλλά και στη γεωϊστορία του τόπου.Η μεγάλη ποικιλία της χλωρίδας σε συνδυασμό με τους ευνοϊκούς κλιματικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες δημιούργησαν αξιόλογα δάση και δασικές εκτάσεις που καταλαμβάνουν το 70% της έκτασης του νομού. Κατά την περίοδο των παγετώνων, λόγω της έντονης αλλαγής του κλίματος, τα περισσότερα φυτά της μεσευρώπης "μετανάστευσαν" προς τις θερμότερες μεσογειακές περιοχές. Μετά τους παγετώνες "επέστρεψαν" στον αρχικό τους τόπο, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες φυσικά εμπόδια, όπως οι Βαλκανικές οροσειρές και η Ροδόπη, δυσκόλεψαν την "επιστροφή" τους. Έτσι, όπου βρήκαν κατάλληλες συνθήκες παρέμειναν και αποτέλεσαν ενδημικά είδη, εμπλουτίζοντας τη χλωρίδα της περιοχής. Η βλάστηση του νομού μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Ξεκινώντας από την πόλη της Δράμας προς τις τρεις κατευθύνσεις δυτικά, βόρεια και ανατολικά, και ανερχόμενοι υψομετρικά συναντάμε τους πρινώνες ή τις δασικές εκτάσεις με το πουρνάρι που φθάνουν περίπου μέχρι το υψόμετρο των 400 μέτρων. Άλλα είδη που υπάρχουν στα δάση αυτά είναι ο γαύρος, το παλιούρι, η κρανιά, η πτελέα (καραγάτσι), ο βάτος κ.ά. Ψηλότερα (μέχρι υψόμετρου 800 μ.) και στις ημιορεινές και ορεινές πλέον περιοχές, συναντάμε τα δάση φυλλοβόλων δρυών, όπου ενδιάμεσα και σε υγρές θέσεις υπάρχουν δάση καστανιάς και φλαμουριάς. Σε αυτά εμφανίζονται σποραδικά ή κατά ομάδες και τα είδη σκλήθρο, λεπτοκαρυά, καρυδιά, οστρυά, φράξος, άρκευθος (κέδρος) κ.ά. Βρίσκονται σε όλα τα βουνά του νομού και βόρεια φθάνουν μέχρι τον οικισμό Σκαλωτή.
Ο ρόλος τους είναι σπουδαίος, γιατί με τους καρπούς των δρυών (βελανίδια), της καστανιάς, της λεπτοκαρυάς κ.ά. τρέφονται τα άγρια ζώα. Σε μεγαλύτερο υψόμετρο απαντώνται τα δάση της οξιάς και των παραμεσογείων κωνοφόρων, που φθάνουν μέχρι τα 1.800 μ. Στη ζώνη αυτή, εκτός από τα δάση της οξιάς, υπάρχουν και τα δάση της μαύρης πεύκης.
Η ζώνη περιλαμβάνει υψηλά παραγωγικά δάση, που μας δίνουν πολύτιμο ξύλο (τεχνική ξυλεία οξιάς, στύλους Δ.Ε.Η. - Ο.Τ.Ε., τεχνική ξυλεία μαύρης πεύκης). Άλλα είδη που υπάρχουν είναι: ελάτη, άρκευθος, λεύκη τρέμουσα, σημύδα, ιτιές, βάτος των ιδαίων, αδριανός, σορβιές, σφενδάμια, μύρτιλλα κ.ά. Παράλληλα με τα δάση της οξιάς και σε υψόμετρα 1000 -1950 μ. υπάρχουν τα δάση των ψυχροβίων κωνοφόρων, σπουδαίας και ιστορικής σημασίας, γιατί αποτελούνται από είδη που χάθηκαν οριστικά από την περιοχή. Σε αυτά κυριαρχούν τα κωνοφόρα με την ερυθρελάτη και τη δασική πεύκη, ενώ υπάρχουν και τα είδη των δασών της οξιάς. Η ιστορική ανθρώπινη διαδρομή στην περιοχή έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη σημερινή μορφή των εκτάσεων της Κεντρικής Ροδόπης.
Παλαιότερα υπήρχαν διάσπαρτοι οικισμοί με μουσουλμανικό πληθυσμό, καθώς και με νομάδες Σαρακατσαναίους. Μετά την απελευθέρωση και τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) έγινε ανταλλαγή του μουσουλμανικού πληθυσμού με Έλληνες από τον Πόντο. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στους νότιους και μεγαλύτερους οικισμούς, όπου και παρέμειναν μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Σαρακατσαναίοι συνεχίζουν και στο μεσοπόλεμο με εντονότερη παρουσία και δημιουργούν στην περιοχή "τσελιγκάτα".
Η έντονη κτηνοτροφία στον τόπο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εκτεταμένων λιβαδιών και μόνο κατά θέσεις υπήρχαν υψηλά δάση. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι περιοχές όπως ο χώρος του κατάφυτου σήμερα δασικού χωριού Ελατιάς ήταν λιβάδι. Από το 1946 οι Σαρακατσαναίοι εγκατέλειψαν οριστικά την περιοχή και λίγο αργότερα σχεδόν όλη η Κεντρική Ροδόπη αποτέλεσε "Απαγορευμένη Ζώνη" εξαιτίας των συνθηκών ψυχρού πολέμου στην Ευρώπη. Η απομάκρυνση της κτηνοτροφίας αλλά και των έντονων ανθρώπινων δραστηριοτήτων είχαν ως αποτέλεσμα τη φυσική αναδάσωση και δάσωση της περιοχής, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Χλωρίδα
Η χλωρίδα που συνθέτει τη βλάστηση του νομού Δράμας είναι πολύ πλούσια με είδη σπάνια έως και μοναδικά για τον ελλαδικό χώρο. Ο αριθμός των φυτών ξεπερνάει τα 1000 είδη, ενώ πολλά απ' αυτά σχηματίζουν δάση μόνο στο νομό μας. Ενδεικτικά παραθέτονται αντιπρο-σωπευτικά είδη ξυλώδους και άλλα σπάνια της ποώδους βλάστησης:
Ξυλώδη: Ελάτη (Abies alba), Ελάτη υβριδογενής (Αbies borisii regis ), Ερυθρελάτη (Picea excelsa, syn. Picea abies), Πεύκη μαύρη (Pinus nigra), Πεύκη δασική (Pinus sylvestris), Πεύκη βαλκανική (Pinus peuce), Πεύκη λευκόδερμη (Pinus leucodermis) Τάξος (Taxus baccata), Άρκευθος ή Κέδρος (Juniperus communis, J. oxycedrus), Ιτιές (Salix fragilis, S. alba, S. triandra, S. elaeagnos, S. purpurea, S. amplexicaulis, S. caprea, S. cinerea), Λεύκες (Populus tremula, P. nigra), Σημύδα (Betula verrucosa syn. B. pendula), Σκλήθρα (Alnus glutinosa, A. incana), Γαύρος (Carpinus betulus, C. orientalis), Όστρια (Ostrya carpinifolia), Λεπτοκαρυά (Corylus avellana), Οξιές (Fagus sylvatica, F. moesiaca), Δρύες (Quercus conferta syn. Q. frainetto, Q. petraea, syn. Q. sessiliflora, Q. pubescens syn. Q. lanuginosa, Q. cerris, Q. dalehampii), Βάτοι (Rubus saxatilis, R. ulmifolius, R. canenscens, R. hirtus, R.caesius), Σμέουρο (Rubus idaeus), Αγριοτριανταφυλλιές (Rosa canina, R. arvensis, R. pendulina, R. nitidula, R. corymbifera, R. turcica, R. pimpinellifolia), Αγριομηλιές (Malus silvestris, M. domestica), Σορβιές (Sorbus aucuparia S. torminalis, S. umbelata, S. graeca, S. aria), Κράταιγος (Crataegus monogyna, C. orientalis, C. laciniata), Αγριοκερασιά (Prunus avium), Αγριοκορομηλιά (Prunus cerasifera), Φράξος (Fraxinus ornus), Καρυδιά (Juglans regia), Σφενδάμια (Acer heldreichii, A. hyrcanum, A. pseudoplatanus, A. platanoides), Ιξός ή γκυ (Viscum album), Λόρανθος, (Loranthus europaeus), Δάφνη μεζέρεος (Daphne mezereum), Αγράμπελη (Clematis flamula, C. vitalba), Κρανιά (Cornus mas), Αγιόκλημα (Lonicera xylosteum), Κουφοξυλιά (Sambucus nigra), Ανδριανός (Sambucus racemosa), Πασχαλιά (Syringa vulgaris), Φιλύρα (Tilia tomentosa), Πτελιά (Ulmus montana syn. U. glabra ), Αμπέλι (Vitis sylvestris), Μύρτιλλα (Vaccinium myrtillus, V. vitis idaea) κ.ά.
Ποώδη: Λείριο της Ροδόπης (Lilium rhodopaeum), Λείριο το μάρταγο (Lilium martagon), Κρόκοι (Crocus veluchensis, C. pulchellus. C. chtysanthus), Κολχικό (Colchicum autumnale), Ίριδα (Iris reichenbachii), Ορχιδέες (Orchis ustulata, O. purpurea, O. mascula, O. trindentata), Δακτυλιόριζες (Dactylorhiza sambucina, D. cordigera, D. saccifera), Ερυθρόνιο (Etythronium dens-canis), Αγριοπανσέδες (Viola tricolor, V. rhodopeia, V. stojanowii, V. delphinantha, V. perinensis), Καμπανούλες (Campanula moesiaca, C. rapunculoides), Ανεμώνες (Anemone ranunculoides, A. nemorosa), Τελέκια (Telekia speciosa), Αγριογαρύφαλλο (Dianthus pinifolius), Αγιούγκα (Ajuga pyramidalis), Ίνουλες (Inula bifrons, I. hirta, I. ensifolia), Ρανούγκουλα (Ranunculus fontanus, R. acris, R. serbicus), Παιωνία (Paeonia officinalis), Αγριοφράουλα (Fragaria vesca), Γέο (Geum rivale, G. rhodopeum), Κενταυρέες (Centaurea stenolepis, C. parilica), Χαμπερλαία (Haberlea rhodopensis) κ.ά.
Πανίδα
Η πανίδα του νομού Δράμας είναι ιδιαίτερα προικισμένη σε είδη και σε πληθυσμούς. Στο βόρειο τμήμα όπου εκτείνεται ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ορεινά οικοσυστήματα, αυτό της Κεντρικής Ροδόπης, απαντώνται, αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα από τα είδη της άγριας πανίδας των ελληνικών βουνών. Το μεγάλο υψομετρικό εύρος, που από τα 100 μέτρα καταλήγει κοντά στα 2000 μέτρα στις κορυφές του Φαλακρού, του Μενοικίου, του Ορβήλου και της Κεντρικής Ροδόπης, καθώς και η ύπαρξη χαραδρών, ορθοπλαγιών και χορτολίβαδων, σε συνδυασμό με την ποικιλία της βλάστησης, δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συνύπαρξη πολυάριθμων ειδών πανίδας. Στο νομό απαντώνται περισσότερα από 150 είδη πουλιών, πολλά από τα οποία περιλαμβάνονται σε κοινοτική οδηγία για είδη που χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας. Επίσης, στον ευρύτερο χώρο του νομού ζουν τουλάχιστον 32 είδη θηλαστικών, τα περισσότερα από τα σπάνια είδη της Ελλάδας και της Ευρώπης. Πολλά από τα είδη της άγριας πανίδας, όπως επίσης και οι βιότοποί τους, προστατεύονται από την κοινοτική οδηγία 92/43.
Αρκούδα (Ursus arctos): Πρόκειται για το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο θηλαστικό. Στην Ελλάδα απαντάται μόνο στην Πίνδο και τη Ροδόπη. Τρεις ακόμα μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία, Ιταλία). Γεννά συνήθως ένα με δύο μικρά και μόνο αφού συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας της. Διανύει μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να τραφεί. Είναι είδος παμφάγο. Κατά την άνοιξη τρέφεται με χόρτα στις ανοικτές ορεινές λιβαδικές εκτάσεις, ενώ τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες με καρπούς οπωροφόρων δέντρων και θάμνων (βατόμουρα, κορόμηλα, κράνα κλπ.). Τους χειμερινούς μήνες αποτραβιέται σε απόμερες περιοχές για να ξεχειμωνιάσει (πέφτει σε χειμέριο ύπνο). Στην Κεντρική Ροδόπη επιβιώνει ένας μικρός πληθυσμός (περίπου 20-30 άτομα). Κινδυνεύει με εξαφάνιση, γι' αυτό και προστατεύεται αυστηρά από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τον "Αρκτούρο" για τη μελέτη και προστασία της.
αρκάδι ( Capreolus capreolus): Το ζαρκάδι, σε αντίθεση με το ελάφι, υπάρχει σε διάφορες περιοχές του νομού. Προτιμά δασώδεις εκτάσεις με πολλά διάκενα και συχνάζει στα όρια αλλά και σε γειτονικές καλλιέργειες όπου δεν χρησιμοποιούνται εντατικές μέθοδοι γεωργίας, όταν φυσικά το κυνήγι είναι περιορισμένο. Το μικρότερο μέγεθος - συγκριτικά με το ελάφι - και η προσαρμοστικότητα σε οποιοδήποτε δασικό περιβάλλον είναι δύο σημαντικοί παράγοντες, που του επιτρέπουν να έχει μια σχετικά ευρεία κατανομή στην Ελλάδα.
Αγριόγιδο (Rupicarpa rupicarpa): Προτιμά τις πιο απόκρημνες και απρόσιτες πλαγιές των βουνών. Πραγματοποιεί εποχιακά κάθετες μετακινήσεις ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της τροφής και τις καιρικές συνθήκες. Στο Παρθένο Δάσος και στο δάσος του Φρακτού γενικότερα απαντάται ένας από τους πιο αξιόλογους πληθυσμούς του είδους στη χώρα μας. Ο πληθυσμός αυτός είναι και ο μόνος που συναντάται στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, ενώ υπάρχουν ορισμένοι μικροί και απομονωμένοι πληθυσμοί στην οροσειρά της Πίνδου και στον Όλυμπο.
Ελάφι ( Cervus elaphus): Οι φυσικοί πληθυσμοί του ελαφιού που υπήρχαν στη χώρα μας δυστυχώς έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ο μοναδικός πληθυσμός που επιβιώνει ακόμα είναι αυτός της Κεντρικής Ροδόπης. Οι υπόλοιποι δυο-τρεις που απαντώνται σήμερα στην Ελλάδα σχηματίστηκαν τεχνητά με τη σταδιακή απελευθέρωση ατόμων προερχόμενων από εκτροφεία της Κεντρικής Ευρώπης. Κατά κανόνα διαβιεί στα δάση απ? όπου εξέρχεται για να βοσκήσει στα όρια ή σε γειτονικές λιβαδικές εκτάσεις.
Χρυσαετός (Aquila chrysaetos): Από τους πιο χαρακτηριστικούς αετούς της Ελλάδας. Φωλιάζει σε απόκρημνες βραχώδεις τοποθεσίες. Δε μεταναστεύει και τρέφεται κυρίως με λαγούς, πέρδικες και χελώνες, τις οποίες πετά από μεγάλα ύψη για να σπάσει το καβούκι τους. Οι πληθυσμοί του, όπως και των περισσότερων αρπακτικών, έχουν μειωθεί, γι' αυτό και προστατεύονται από τη νομοθεσία.
Υπόλοιπα είδη
Από τα πουλιά πρέπει να επισημανθεί η παρουσία του λειροπετεινού, που έχει παρατηρηθεί στη χώρα μας μόνο στο Παρθένο Δάσος Φρακτού, καθώς και του αγριόκουρκου και της αγριόκοτας, τα οποία διατηρούν στην Κεντρική Ροδόπη τους σημαντικότερους πληθυσμούς στη χώρα μας. Επίσης αξιόλογη είναι η παρουσία όλων των δρυοκολαπτών της Ελλάδας (οκτώ) αλλά και του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη, που έχει καταγραφεί στη χώρα μας στο δάσος του Φρακτού και στον Όλυμπο. Από τα υπόλοιπα είδη, θα άξιζε να αναφερθεί η παρουσία σαρκοφάγων και αρπακτικών, με σπουδαίο ρόλο στην αυτορρύθμιση των πληθυσμών της πανίδας, όπως: ο λύκος, η αλεπού, ο κραυγαετός, ο φιδαετός κ.ά. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα πουλιά μπεκάτσα και σπουργιτόγλαυκα, για τα οποία ο νομός Δράμας ίσως είναι η μοναδική περιοχή αναπαραγωγής τους στην Ελλάδα, και στον ελατόμπουφο, ο οποίος φωλιάζει σε ελάχιστα ορεινά δάση της Ελλάδας, διατηρώντας στην περιοχή έναν αξιόλογο πληθυσμό.
Ακολουθούν κατάλογοι με τα είδη θηλαστικών, καθώς και με τα σπουδαιότερα πουλιά, ερπετά και αμφίβια που απαντώνται στο νομό Δράμας:
Θηλαστικά: Αγριόγατα ( Felis silvestris ), Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra ), Αγριογούρουνο (Sus scrofa ), Αλεπού ( Vulpes vulpes ), Αρκούδα ( Ursus arctos ), Αρουραίος (Microtus arvalis ), Ασβός (Meles meles ), Ασπάλακας (Talpa europaea), Βαλτομυγαλίδα (Neomys fodiens ), Βίδρα (Lutra lutra ), Δασομυωξός (Glis glis ), Δασοποντικός (Apodemus sylvaticus ), Δασοσκαπτοποντικός (Clethrionomys glareolus), Δεντρομυωξός (Dryomys nitedula), Ελάφι ( Cervus elaphus ), Ζαρκάδι (Capreolus capreolus), Θαμνοποντικός (Apodemus agrarius), Κοινή Μυγαλίδα (Sorex araneus), Kρικοποντικός (Apodemus flavicollis), Λαγός (Lepus europaeus), Λύκος (Canis lupus), Μικροτυφλοποντικός (Spalax leucodon), Νανομυγαλίδα (Sorex minutus), Νυφίτσα (Mustela nivalis), Πετροκούναβο (Martes foina), Σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor), Σκαπτοποντικός (Pitymys subterraneus), Σκίουρος (Sciurus vulgaris), Στικτοϊκτίδα (Vormela peregusna), Χιονοπόντικος (Microtus nivalis), Xωραφομυγαλίδα (Crocidura leucodon), Χωραφοποντικός (Mus abboti ). Επίσης υπάρχουν αρκετά είδη νυχτερίδων, αλλά δυστυχώς απουσιάζουν επιστημονικές καταγραφές, ενώ δεν αποκλείεται η παρουσία του Λύγκα (Lynx lynx), Δασοκούναβου (Martes martes) και Βρωμοκούναβου (Mustela putorius), χωρίς όμως να υπάρχουν επιβεβαιωμένες αναφορές. Αμφίβια: Κιτρινιμπομπίνα (Bombina variegata), Χωματόφρυνος (Bufo bufo), Πρασινόφρυνος ( B. viridis), Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra). Ερπετά: α) Χελώνες: Εληνική χελώνα (Testudo graeca), Μεσογειακή χελώνα (T. hermanni). β) Φίδια: Μαύρος Ζαμενής (Coluber jucularis), Σπιτόφιδο ( Elaphe situla), Λαφιάτης (E. quatuorlineata), Οχιά (Vipera ammodytes), Αστρίτης (V. berus). γ) Σαύρες: Αμμόσαυρα (Lacerta agilis), Πρασινόσαυρα (L. viridis), Τοιχόσαυρα (Podarcis muralis), Οφιόμορος (Ophiomorus punctatissimus).
Πουλιά: Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), Κραυγαετός (Aquila pomarina), Αγριόκοτα (Bonasa bonasia), Μπούφος (Bubo bubo), Νεροκότσυφας (Cinclus cinclus), Φιδαετός (Circaetus gallicus), Φασσοπερίστερο (Columba oenas), Λευκονώτης (Dendrocopus leucotos), Παρδαλοτσικλιτάρα (Dendrocopus major), Μεσοτσικλιτάρα (Dendrocopus medius), Μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius), Βλάχος (Emberiza hortulana), Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), Πετρίτης (Falco peregrinus), Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), Αετομάχος (Lanius collurio), Μελισσοφάγος (Merops apiaster), Πετροκότσυφας (Monticola saxatilis), Καρυδοσπάστης (Nucifraga caryocatactes), Συκοφάγος (Oriolus oriolus), Τριδάκτυλος (Picoides tridactylus), Σταχτοτσικλιτάρα (Picus canus), Αγριόκουρκος (Tetrao urogallus), Μπεκάτσα (Scolopax rusticola), Χιονότσιχλα (Turdus torquatus), Πετροπέρδικα (Alectoris graeca), Πεδινή πέρδικα (Perdix perdix), Σαΐνι (Accipiter brevipes), Αετογερακίνα (Buteo rufinus), Κιρκινέζι (Falco naumanni), Αγριοπερίστερο (Columba livia), Σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), Αργυροτσικνιάς (Greta alba), Λευκοπελαργός (Ciconia ciconia), Μαυροπελαργός (Ciconia nigera), Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), Αγριόκυκνος (Cygnus cygnus), Βουβόκυκνος (Cygnus olor), Ασπρομετωπόχηνα (Anser albifrons), Σταχτόχηνα (Anser anser), Παπίνι (Anas crecca), Κυνηγόπαπια (Aythia ferina), Ροπαλόπαπια (Netta rufina), Νεροκοτσέλα (Rallus aquaticus), Ορτυκομάνα (Crex crex), Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago), Κουφομπεκάτσινο (Lymnocryptes minimus), Διπλομπεκάτσινο (Gallinago media), Καλημάνα (Vanellus vanellus).
Θήρα
Ο νομός Δράμας λόγω της πλούσιας πανίδας, τόσο σε είδη όσο και σε πληθυσμούς, αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς κυνηγότοπους της Ελλάδας. Για τους κατοίκους του νομού το κυνήγι αποτελεί μια παραδοσιακή δραστηριότητα με βαθιές κοινωνικές ρίζες από το παρελθόν, από τότε που τα θηράματα αποτελούσαν αναγκαίο μέρος της διατροφής των παραδασόβιων πληθυσμών.
Τα τριχωτά θηράματα είναι κυρίως ο αγριόχοιρος και ο λαγός, ενώ επιτρέπεται και το κυνήγι της αλεπούς και του πετροκούναβου. Τα συνήθως θηρευόμενα είδη από τα πτερωτά θηράματα είναι: δενδρότσιχλα, κελαϊδότσιχλα, κότσυφας, μπεκάτσα, πετροπέρδικα, τρυγόνι, φάσσα, ενώ θηρεύονται και τα είδη: αγριοπερίστερο, καλημάνα, κίσσα, κουφομπεκάτσινο, μπεκατσίνι, σταρήθρα, σφυριχτάρι. Τη χειμωνιάτικη περίοδο θηρεύονται όλες ανεξαιρέτως οι πάπιες: κυνηγόπαπια, νερόκοτα, παπίνι, πρασινοκέφαλη, σαρσέλα, τσικνόπαπια, φαλαρίδα, χουλιαρόπαπια, ψαλιδονούρα.
Η μεγάλη ποικιλία των βιοτόπων του νομού περιλαμβάνει θηραματικό πλούτο ικανό να προσελκύει κυνηγούς από άλλες περιοχές της Ελλάδας, στους οποίους ανήκει το 20%-30% των ημερήσιων κυνηγετικών εξορμήσεων που γίνονται στο νομό.
Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προστασία της ισορροπίας του οικοσυστήματος με τον περιορισμό της κυνεγητικής δραστηριότητας στις αυστηρά καθορισμένες ζώνες.